André Kertész | Ένα παράθυρο με θέα

από τον Βασίλη Γεροντάκο

Αυτή τη φωτογραφία ο André Kertész την τράβηξε το 1915 στο Esztergom της Ουγγαρίας. Περιγράφει δύο στρατιώτες την ημέρα του Πάσχα, που τσουγκρίζουν τα αυγά τους στην διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Είναι 21 χρονών και υπηρετεί την θητεία του. Αυτή η φωτογραφία, μπορεί να μην είναι από τις καλύτερες του, αλλά μας δείχνει μια ποιότητα του φωτογράφου, πιο εύστοχα από πολλές άλλες πιθανόν σημαντικότερες. Την ποιότητα του στην προσέγγιση του θέματος και στην φωτογραφική διαδικασία. Σε αντίθεση με την πληθώρα των φωτογραφιών που έχουμε δει τραβηγμένες εν καιρώ πολέμου, ο Kertész ενδιαφέρεται για τη ζωή των στρατιωτών μακριά από τις μάχες. Μέρος της ιδιοφυΐας του Kertész, ήταν η ικανότητά του, να στρέφει την προσοχή σε εικόνες φαινομενικά «ασήμαντες». Η ευαισθησία του, δημιουργεί αποτυπώματα χαράς αλλά και στοχασμού πέρα από τα χαρακώματα. Μια επαναστατική χρήση της πρόσφατα εφευρεθείσας κάμερας χειρός εκείνης της εποχής.

Το 1925 πήρε τη μοιραία απόφαση να μετακομίσει στο Παρίσι. Εκεί γνωρίστηκε και έγινε μέλος μιας μεγάλης παρέας. Piet Mondrian, Marc Chagall, Alexander Calder, Constantin Brancusi, Sergei Eisenstein, Tristan Tzara είναι μερικά από τα πορτρέτα του, που απαρτίζουν την σπουδαία συλλογή των φωτογραφιών του. Μια παρέα που άναψε φωτιά, και έριχνε μέσα σε αυτήν, ένα-ένα όλα τα απομεινάρια ενός στείρου Ακαδημαϊσμού της εποχής. Μέχρι το 1927, οι φωτογραφίες του στους δρόμους του Παρισιού, άρχισαν να προξενούν ένα γνήσιο ενδιαφέρον. Ήταν η εποχή που γεννιόταν μια νέα οπτική του κόσμου . Το αποτέλεσμα ήταν μια έκθεση με 42 φωτογραφίες σε μια avant-garde γκαλερί της εποχής.

Το θέατρο του κόσμου είναι ανεξάντλητη πηγή εικόνων που ξεπερνά κάθε ευφάνταστο φωτογράφο. Αυτό το ήξερε καλἀ ο André Kertész όπως και την μεταποίηση όλων αυτών των δρώμενων σε φωτογραφικά γεγονότα. Πολλές φορές στην φωτογραφία δρόμου και όχι μόνο, τα κλικ των φωτογράφων καταβροχθίζονται από το δαιμόνιο της δημοσιογραφίας. Η φωτογραφική αποτύπωση εξαντλείται στην αναπαράσταση των γεγονότων, και όχι στην μετουσίωση και την μεταφορά. Μια απλή περιγραφή και η αναγωγή της σε κάτι ισοδύναμο και συγχρόνως πληρέστερο, θα μπορούσε να νοηματοδοτήσει τις αξίες της τρέχουσας καθημερινότητας. Ο υπερεαλισμός και η ασυμβατοτητα των στοιχείων που απαρτίζουν την εικόνα στην Meudon το 1928, την σπασμένη φωτογραφική πλάκα στα 1929, την Dubo, Dubon, Dubonnet, στα 1934, όπως και τόσα άλλα αποκλείουν την απόλυτη βεβαιότητα στην ανάγνωση τους, καθιστώντας την αμφισημία κυρίαρχο παράγοντα, ασκώντας δε μια ευεργετική επίδραση στην θέαση.

Το 1936, μετά το θάνατο της μητέρας του και τον γάμο του με την Elizabeth Saly, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου είχε δεσμευτεί από το Keyston Agency. Αν και ακύρωσε τη σύμβαση μετά από ένα χρόνο, τα γεγονότα και η επιφαινόμενη δρομολόγηση του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου έκανε την επιστροφή του στο Παρίσι αδύνατη. Ανίκανος να φύγει, αλλά έχοντας και μια αντιμετώπιση εχθρού από την κυβέρνηση (που τον εμπόδισε να δημοσιεύσει για αρκετά χρόνια), ο Kertész εγκλωβἰστηκε σε τραγικές ασυμβίβαστες συνθήκες. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, είχε χάσει τη δυναμική μιας υποστηρικτικής καλλιτεχνικής κοινότητας, αλλά συνέχισε να ζει στην Αμερική, λόγω προβλημάτων υγείας και οικογενειακών δυσκολιών.

Η γλύκα όμως της ματιάς του Kertész παρέμεινε. Η ματιά του αγκαλιάζει όλο τον κόσμο ακόμη και την πιο σκληρή του όψη, αναδεικνύοντας αυτό το πολύτιμο, ευάλωτο και εύθραστο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού, που συμπαρασύρεται στην μανιώδη και εμμονική του τάση για εξουσία. Η ελεύθερη, χωρίς τυποποιημένες και κατασκευασμένες σκεπτομορφές ματιά, εξερευνά με έναν παιγνιώδη τρόπο, έναν πολύπλοκο, μυστηριώδη και σύνθετο κόσμο, με μια φαινομενικά απλή και αναίτια τολμώ να πω διαχείρηση του. Η απόλαυση της ομορφιάς, η γνησιότητα της καθαρής ματιάς με έναν ανεπιτἠδευτο τρόπο, οδηγεί στην οπτική ποίηση.

Για σχεδόν είκοσι χρόνια οι φωτογραφίες του παρέμειναν άγνωστες στη Νέα Υόρκη. Μόνο όταν το 1964, ο John Sarkowski, επιμελητής στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, οργάνωσε μια έκθεση, η φωτογραφική ζωή του Kertész ξαναζωντανεύει. Και τότε η κυρτότητα μιας παραισθησιογόνας τουλίπας, η μελαγχολία των ανοιχτών οριζόντων της Martinique, ο θίασος με τις τυφλές ομπρέλες στο Τόκυο γίνονται δημόσια αγαθά και ταξιδεύουν παντού. Καθ ‘όλη τη δεκαετία του 1970 και του 1980, ο Kertész εμφανίστηκε τακτικά στα μεγάλα διεθνή μουσεία – με ατομικές εκθέσεις στο Παρίσι, το Τόκιο, το Λονδίνο, τη Στοκχόλμη, τη Βουδαπέστη και το Ελσίνκι. Το 1983 δύο χρόνια πριν τον θάνατο του, η γαλλική κυβέρνηση του απένειμε το παράσημο του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής.

Είμαι ένας φωτογράφος που μπήκε στην φωτογραφία από το παράθυρο. Έχοντας όλη την αφοσίωση μου στην μουσική, πίστευα ότι η φωτογραφία πιστοποιεί την πραγματικότητα ή την εξωραΐζει. Τίποτα από τα δύο δεν με ενδιέφερε. Μέχρι που ένα πρωινό πριν από αρκετά χρόνια, στον καφέ που πίναμε με μια Αμερικανίδα φίλη, μου έβγαλε στο τραπέζι ένα βιβλίο του. Ο André Kertész είναι η αιτία που ανήκω πια στον κόσμο της φωτογραφίας. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι υπάρχουν δύο είδη φωτογράφων. Αυτοί που οι εικόνες τους κάνουν ένα γκελ προς τα έξω, και αρέσουν πολλές φορές για λάθος λόγους, και οι άλλοι οι εσωστρεφείς, ερμητικά κλειστοί και κλειδωμένοι μέσα σε ένα κόσμο, που σου επιβάλουν να βρεις τα κλειδιά εισόδου για να τους απολαύσεις. Ο Kertész ανήκει στην πρώτη κατηγορία και πιστέψτε με, είναι το ίδιο δύσκολο να βρεις τα κλειδιά εισόδου.

Ο Roland Barthes μιλώντας για την φωτογραφία με το αγοράκι, γι’ αυτό το φτωχό αγοράκι που κρατάει στα χέρια του ένα νεογέννητο κουτάβι και σκύβει το μάγουλο του πάνω του (1928 ) και στοχαζόμενος για την ματιά που χωρίς να χρειάζεται να βλέπει, φαίνεται να καθηλώνεται από κάτι εσωτερικό, γράφει “Κοιτάζει το φακό, με τα θλιμμένα μάτια του, όλο ζήλεια και φόβο λέγοντας: Tι αξιολύπητη σπαρακτική πραγματικότητα! Στην πραγματικότητα, δεν κοιτάζει τίποτε. Συγκρατεί προς τα μέσα του την αγάπη του και τον φόβο του. Αυτό είναι η Ματιά”.

Ο John Szarkowski από την άλλη, έλεγε ότι “ο Kertész αγαπούσε το παιχνίδι. Η επιφάνεια των φωτογραφιών του μοιάζει με οπτικό σουμιέ ελαστικό και τεντωμένο“… προσθέτοντας και εγώ με την σειρά μου ότι έτσι ακριβώς ελαστική και ευάλωτη είναι η ισορροπία αυτού του κόσμου.