Η φόρμα ως αυτοαναίρεση στην τέχνη

από τον Βασίλης Γεροντάκος

Το μείζον ζήτημα σε οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας ενός έργου τέχνης είναι η φόρμα. Είναι ο τρόπος που αποφασίζεις να κτίσεις έναν κόσμο, προσδοκώντας μια δομή που θα μπορέσει να αναιρέσει όλες τις αμφιβολίες σου, έτσι ώστε να βρούν στέγη οι αξίες εκείνες που μετατρέπουν το χάος σε ιερή τάξη. Με άλλα λόγια να κατοικήσεις έναν κόσμο που είναι φτιαγμένος από τα ίδια υλικά με τον μεγάλο κόσμο – βία, χαρά, πόλεμο, έρωτα, ηδονή, θάνατο, απελπισία – προσθέτοντας την συνείδηση και ενδεχομένως μια συμφιλίωση με την μητέρα αβεβαιότητα που έλεγε σε ελεύθερη μετάφραση ο Heisenberg. Αυτό δεν σημαίνει ότι η φόρμα αποτελεί μια νοητική κατασκευή που αναμένει την εφαρμογή της, αφού ο δημιουργός βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση με την ζωή που τρέχει, και όπως αυτή αυτοοργανώνεται έτσι και ο δημιουργός αναστοχάζεται για να επανέλθει δριμύτερος και με μεγαλύτερη ένταση στον στόχο του, που δεν είναι άλλος από την επίτευξη του έργου του. Οι εμμονές του, η πίστη σε αυτό που έχει δοθεί, είναι ορισμένα από τα όπλα του, καθώς και οι κινητήριες δυνάμεις του απ᾽ ὀπου αντλεί την μόνη του βεβαιότητα.
Οπως καταλαβαίνετε το κεφαλαιώδες ζήτημα της φόρμας, παραμένει ένα ακανθώδες ζήτημα που το έθιξαν αρκετοί δημιουργοί πολλές φορές με ακραίο τρόπο. Ένας απο αυτούς ήταν ο ζωγράφος Kazimir Malevich που ζωγράφισε το μαύρο τετράγωνο το 1915 στο αποκορύφωμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά είχε εμπνευστεί τον πίνακα νωρίτερα, το 1913. Αρχικά το «Τετράγωνο» δεν περιείχε κάποιο συμβολισμό και ο στόχος του ήταν καθαρά καλλιτεχνικός. Οι ερμηνείες όμως που δόθηκαν ήταν πολλές και οι αντιπαραθέσεις ακόμη περισσότερες. Ο Malevich ισχυρίστηκε ότι δημιούργησε τον πίνακα ευρισκόμενος σε μια κατάσταση μυστικιστικής έκστασης. Αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, η μπογιά στο τετράγωνο «έσκασε» από το χρόνο, και δημιουργείται η εντύπωση μιας μορφής, δίνοντας χώρο για ακόμη περισσότερα σχόλια σε έναν πίνακα που έχει σχολιαστεί όσο λίγοι στην ιστορία της τέχνης. Πολλά μπορεί να πεί κάποιος, άλλα τόσα να σκεφτεί, όπως και να το ερμηνεύσει όμως, παραμένει ένα από έργα που επηρέασαν σε μέγιστο βαθμό την εξέλιξη της τέχνης του εικοστού αιώνα. Το μαύρο τετράγωνο είναι το πεδίο του αόρατου για τον κάθε θεατή που στέκεται απέναντι του. Τον αναγκάζει σχεδόν να αναμετρηθεί με το σκοτάδι μέσα του. Στην πρώτη έκθεση του που έγινε το 1925 τοποθετήθηκε χωρίς επεξηγήσεις, με επέμβαση του ίδιου του καλλιτέχνη, στην ένωση δύο τοίχων, ψηλά σε μια γωνία της αίθουσας ( την κόκκινη γωνία όπως λέγεται όπου τοποποθετούσαν κάθε τι πολύτιμο στα σπίτια τους εκείνη την εποχή) υποδηλώνοντας την θέση του εικονοστασίου δίνοντας την αίσθηση μιας ιερής εικόνας . Το μαύρο τετράγωνο θα μπορούσε να είναι το ορθογωνισμένο κενό μιας ανεκδήλωτης δράσης.

Ο μουσικός John Cage εμφανίστηκε το 1952 μπροστά στο κοινό, κάθισε στο πιάνο του και έπαιξε το κομμάτι “Δεν θα υπάρξει ποτέ σιωπή’’. Σε αυτό το κομμάτι, η παρτιτούρα περιέχει κατακόρυφες μαύρες γραμμές σχεδιασμένες στο χέρι αντί για νότες και υποδηλώνουν μονάδες χρόνου, συμβολίζοντάς τις με τα αντίστοιχα διαστήματα πάνω στο χαρτί. Στην τέταρτη σελίδα γράφει 1 σελίδα=7 ίντσες=56 δευτερόλεπτα. Το κοινό έκπληκτο δεν άκουσε ούτε μία νότα παρά μόνον σιωπή η οποία διήρκησε 4’33’’. Ο ίδιος ο John Cage κάπου αναφέρει “ό,τι κάνουμε είναι μουσική’’. Το ζητούμενο του Cage δεν ήταν η σιωπή αλλά η συνείδηση του ήχου που προκύπτει από το περιβάλλον. Ο ακραίος τρόπος του, όπως καταλαβαίνετε σήκωσε σωρεία συζητήσεων και “σφαγών’’ γύρω απο την τέχνη της μουσικής αλλά και ευεργετικών ερωτημάτων. Θα μπορούσε ένα συμβατικό μουσικό έργο να εκφράσει τις προθέσεις του Cage; Ο ήχος, λέει ο Cage, δεν αξιολογεί, δεν ερμηνεύει ούτε επεξηγεί δεν «μιλάει» καθόλου, απλά «είναι». Eπικαλείται τον Καντ, λέγοντας πως η μουσική «δεν χρειάζεται να σημαίνει τίποτα», όπως δεν σημαίνουν τίποτα οι τυχαίοι ήχοι. Ο Cage υπήρξε και θεωρητικός της μουσικής, φιλόσοφος, ποιητής, χαράκτης, εικαστικός καλλιτέχνης. Τελικά η φόρμα ίσως να είναι το κλειδί για την επίλυση όχι μόνον αισθητικών αλλά και πνευματικών προβλημάτων στην τέχνη.