Ερωτήσεις και Απαντήσεις για τις φωτογραφικές εκδόσεις

Μια συζήτηση με τον Παύλο Παυλίδη και την Εύη Καραγιαννίδη
από την ραδιοφωνική εκπομπή Voyage Visuel

Η αγάπη σου για τα βιβλία, η εμπειρία σου και οι γνώσεις σου θα μας βοηθήσουν να συζητήσουμε σήμερα για τις φωτογραφικές εκδόσεις, καλύτερα θα έλεγα να αναλογιστούμε το μέλλον τους από την πλευρά του φωτογράφου, αλλά και του αναγνώστη.

– Η αλήθεια είναι ότι η σχέση του φωτογράφου με το φωτογραφικό μέσο οδηγεί, πέρα από την έκθεση των φωτογραφιών, στην έκδοση του φωτογραφικού βιβλίου. Από το βιβλίο με τις κυανοτυπίες της Anna Atkins το 1843-1845, την έκδοση του The Pencil of Nature του William Henry Fox Talbot το 1844-1846, τα εκλεπτυσμένα και σπάνια άλμπουμ των carte-de-visite την περίοδο του 1860-1870, την έκδοση του Camera Work το 1903, από τον Alfred Stieglitz έως και σήμερα οι φωτογράφοι, η φωτογραφική κοινότητα και το αναγνωστικό κοινό της, έχουν ως σημείο αναφοράς στη φωτογραφία, την έκδοση.

Μετά από την έκθεση του Robert Delphire, graphic designer, στο διεθνές φεστιβάλ φωτογραφίας Rencontres d’ Arles το 2008, που είναι γνωστός στους φωτογράφους από τις εκδόσεις του πρακτορείου Magnum, άρχισα να παρατηρώ το ευρύ φάσμα σχεδίασης των φωτογραφικών βιβλίων, τη διεύρυνση τους, αλλά και την αύξηση του αναγνωστικού κοινού τους, είτε από μικρούς ή μεγάλους εκδοτικούς οίκους, είτε από αυτοεκδόσεις. Για αυτή την αύξηση των εκδόσεων των φωτογραφικών βιβλίων, προφανώς έχουν συντελέσει ο κατακλυσμός φωτογραφιών από τα μέσα επικοινωνίας, οι φωτογραφικοί διαγωνισμοί, τα διεθνή φεστιβάλ φωτογραφίας και φωτογραφικών βιβλίων. Παύλο Παυλίδη, από ότι ξέρω, εργάζεσαι 30 χρόνια στις εκδόσεις, και συνεργάζεσαι με διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους και τυπογραφεία. Προφανώς έχεις παρατηρήσει και εσύ την ανάπτυξη των φωτογραφικών εκδόσεων τα τελευταία χρόνια. Πιστεύεις ότι οι πλατφόρμες έκδοσης φωτογραφικών βιβλίων έχουν συντελέσει σε αυτή την αύξηση; μήπως θεωρείται αναγκαίο από τους φωτογράφους την εποχή μας να εκδώσουν γρήγορα ένα βιβλίο για το portfolio τους;

Σίγουρα οι πλατφόρμες έχουν βοηθήσει πολύ, στη διάδοση κυρίως των αυτοεκδόσεων. Σίγουρα η ψηφιακή εκτύπωση γενικότερα έχει βοηθήσει πάρα πολύ στην παραγωγή μικρού tirage βιβλίων για να κυκλοφορούν πιο εύκολα από τους φωτογράφους. Το αν είναι απαραίτητο από κάποιον να βγάλει γρήγορα ένα βιβλίο για να το χρησιμοποιήσει ως portfolio, εξαρτάται από τις ανάγκες του κάθε φωτογράφου και θα κριθεί από το αποτέλεσμα. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να γίνεται προσεκτική επιλογή των φωτογραφιών που θα μπουν στο βιβλίο. Δεν υπάρχει κανόνας σε αυτό πιστεύω. Σημασία έχει η επιλογή των φωτογραφιών αυτών καθ’ εαυτών. Αν τελικά αρέσει το βιβλίο του ή όχι, αν άξιζε τον κόπο ή όχι, θα φανεί στην πορεία.

Παρόλη την αύξηση των εκδόσεων παραμένει αμείωτο το ενδιαφέρον σου να διαβάζεις τον κόσμο από τα μάτια κάποιου φωτογράφου;

Ναι, πάντα. Πάντα βλέπω και παρακολουθώ τους φωτογράφους που κυκλοφορούν, υπάρχουν πάρα πολλοί πλέον, οπότε πρέπει να είσαι πιο προσεκτικός σε αυτά που βλέπεις, να είσαι πιο επιλεκτικός, να μπορείς να ξεχωρίζεις τι αξίζει από όλα αυτά που κυκλοφορούν και τι δεν αξίζει, και με βάση αυτό να πορεύεσαι, γενικότερα, ως φωτογράφος μιλάω τώρα και ως γραφίστας.

– Όλοι μας έχουμε κάποια φωτογραφικά βιβλία που καθορίζουν τη ματιά μας και κάποια άλλα που τραβούν την προσοχή μας. Ποια φωτογραφικά βιβλία θεωρείς ότι έδωσαν το στίγμα τους με τον τρόπο σχεδίασης τους; Και ποια από αυτά στάθηκαν ως έμπνευση στη δουλειά σου;

Φωτογραφικά, οι πρώτες μου επαφές δηλαδή με τα φωτογραφικά βιβλία, ήταν δύο σημαντικά βιβλία στην ιστορία της φωτογραφίας πιστεύω, του Robert Frank το “ The Americans” και του Henri Cartier Bresson το “The Decisive moment”. Ειδικά το “ The Americans” είναι από τα βιβλία τα οποία σαν σύλληψη concept και σαν εκτέλεση πιστεύω ότι καθόρισαν τον τρόπο έβλεπα ότι πρέπει να στήνεται ένα βιβλίο, από την φωτογραφική πλευρά. Στη γραφιστική μου δουλειά, δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο που να με έχει επηρεάσει. Όταν στήνω φωτογραφικά λευκώματα αυτό που προσέχω είναι να αναδείξω τη φωτογραφία, η γραφιστική έρχεται σε δεύτερη μοίρα, χωρίς να θέλω να την υποβαθμίσω. Αυτό το κάνω γιατί πιστεύω ότι πρέπει να φαίνεται η δουλειά του φωτογράφου και όχι του γραφίστα.

– Bλέπουμε ότι ο σχεδιασμός του βιβλίου με τίτλο “Paradiso” του Ιταλού φωτογράφου Lorenzo Castore από τις εκδόσεις των European Publishers έχει επηρεαστεί από το ύφος, τη δομή των φωτογραφιών του, χρησιμοποιεί ως βάση σχεδίασης το μαύρο χρώμα στο φύλλο και υπάρχει μία ισορροπία στην έκδοση. Με παράδειγμα το βιβλίο αυτό, αναρωτιέμαι αν η σκέψη για το πώς θα γίνει δεκτό ένα φωτογραφικό βιβλίο από το ευρύτερο κοινό είναι και πρόκληση για το σχεδιασμό του. Αλλά η κύρια ερώτηση που έρχεται στο μυαλό μου είναι αν ο σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει το ενδιαφέρον σου στη σχεδίαση του βιβλίου είναι οι φωτογραφίες ή το θέμα του; Το έναυσμα σου είναι να παραμένει το βιβλίο στο θύμηση μας λόγω μιας ιδέας ή ενός τεχνάσματος ή επειδή αντιμετωπίζει μερικά από τα πιο πιεστικά ζητήματα και πολύπλοκα ερωτήματα της εποχής μας;

Σε κάθε περίπτωση το ρυθμό τον δίνει ο φωτογράφος, αυτός αποφασίζει τι θέλει να δείξει στη φωτογραφία. Ουσιαστικά σαν γραφίστας εξυπηρετώ το όραμα και την ιδέα του φωτογράφου και προσπαθώ να αναδείξω αυτό που θα μου περιγράψει ο ίδιος ότι θέλει να δείξει. Πρέπει όμως να λάβουμε υπόψη μας πολλά τεχνικά θέματα όταν στήνουμε ένα βιβλίο. Όπως παραδείγματος χάριν όταν θέλουμε να βάλουμε σαλόνι μια φωτογραφία, αν θα ανοίγει τελείως το βιβλίο για να μπορεί να διαβάζεται σωστά η φωτογραφία. Αν δεν διαβάζεται σωστά η φωτογραφία, επειδή δεν μπορεί να ανοίξει σωστά το βιβλίο, δεν θα είναι ολοκληρωμένη η αντιμετώπιση της, όπως θα έπρεπε να προσληφθεί από το κοινό. Άρα, χρειάζεται όλα αυτά να ληφθούν υπόψιν μας στο στήσιμο του βιβλίου.

– Θα ήθελα να πιστεύω, ότι δεν υπάρχει πρότυπο που να ακολουθείται στο σχεδιασμό ενός φωτογραφικού βιβλίου και σε κάθε βιβλίο η γέφυρα σύνδεσης, ο άξονας του, διαφέρει, άλλοτε η βαρύτητα δίνεται στη θεματική της φωτογραφίας, άλλοτε στο φωτογραφικό ύφος, ή στη γραφιστική προσέγγιση με ένα ρυθμό. Βέβαια από κάθε εκδοτικό οίκο υπάρχει και μια συγκεκριμένη γραφιστική προσέγγιση και θα έλεγα ότι κάθε εκδοτικός οίκος καθορίζεται από ένα γραφιστικό χαρακτήρα. Θεωρείς Παύλο ότι η απλή σύνθεση και η ρυθμικότητα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά σχεδίασης στις εκδόσεις της Luminous Eye;

Ναι, αυτό που επιδιώκω είναι να υπάρχει μία απλότητα στο στήσιμο, γιατί όπως ανέφερα και προηγουμένως δεν θέλω να κυριαρχήσει η γραφιστική πάνω στη φωτογραφία. Αλλά και πάντα σε συνδυασμό με τον επιμελητή της έκδοσης και με τον φωτογράφο προσπαθώ να αναδείξω τη σειρά και το ρυθμό που βγαίνει στο στήσιμο της φωτογραφίας, μάλλον καλύτερα της φωτογραφικής αλληλουχίας και αυτό φροντίζω να αναδειχθεί μέσα από το σχεδιασμό και το στήσιμο του βιβλίου.

-Βλέποντας το βιβλίο του Larry Clark το 1983 με τίτλο “Teenage Lust” διαπιστώνουμε ότι συνδυάζει οικογενειακά στιγμιότυπα, αποκόμματα εφημερίδων, χειρόγραφες λεζάντες, ένα δικαστικό έγγραφο που τον κατηγορεί για επίθεση, ένα αυτοβιογραφικό κείμενο και φωτογραφίες. Πιστεύεις ότι οι μεμονωμένες φωτογραφίες, μπορούν να συνθέσουν ένα βιβλίο και να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ή ο φωτογράφος χρειάζεται (όπως ο Larry Clark) να τεκμηριώνει την άποψη του με μια ολοκληρωμένη θεματική ενότητα ή ακόμα και με ένα κείμενο ανάμεσα σ΄αυτές;

Δεν θεωρώ ότι υπάρχει κανόνας πάνω σε αυτό. Αν ο φωτογράφος θέλει να χρησιμοποιήσει μόνο φωτογραφίες ή θέλει να συμπεριλάβει κείμενο ή θέλει να βάλει οποιοδήποτε άλλο υλικό μέσα, ο τελικός σκοπός είναι να πείσει τον αναγνώστη, να βγει κάτι που θα μπορεί να «μιλήσει» στον κόσμο, δεν έχει σημασία το πώς θα γίνει αυτό. Ο φωτογράφος είναι αυτός που θα αποφασίσει το πώς θέλει να δείξει το έργο του.

Άρα δεν θεωρείς απαραίτητο το κείμενο στο φωτογραφικό βιβλίο, παρόλο που διδάσκεται η γραφή στον εικαστικό λόγο. Το θεωρείς και εσύ, όπως και εγώ μία αυτοτελή έκφραση ενός συγγραφικού λόγου, που μιλάει απευθείας στο αναγνωστικό κοινό, έτσι δεν είναι;

Ναι, μιλώντας ως φωτογράφος, δεν το θεωρώ απαραίτητο. Μιλώντας ως θεατής των άλλων φωτογράφων, είναι φορές που το χρειάζομαι το κείμενο. Δηλαδή, θέλω μία μετάφραση αυτών που βλέπω από το φωτογράφο τον ίδιο, ή θέλω μία επεξήγηση κατά κάποιο τρόπο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απαραίτητη. Όπως είπα και πριν, ο φωτογράφος είναι αυτός που το καθορίζει και πάλι θα κριθεί από το αποτέλεσμα. Ο αναγνώστης είναι αυτός που τελικά θα αποφασίσει και θα κρίνει αν πράγματι υπήρχε λόγος να μπει το κείμενο ή όχι.

– Με αφορμή την καθημερινότητα, την ευκολία της χρήσης των media από τους φωτογράφους, με μια ιδέα σου Παύλο, δημιούργησες μια έκδοση και μας έδειξες πώς λειτουργεί και τι σημαίνει η φωτογραφία από την οθόνη του κινητού τυπωμένη στη σελίδα, σε αυτή τη ξεχωριστή ετήσια έντυπη έκδοση με τίτλο «Instagram 2020-2021» από τις εκδόσεις Luminous Eye. Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;

Το θέμα είναι ότι κυριαρχούν τα social και οτιδήποτε ηλεκτρονικό. Η φωτογραφία έχει γίνει ηλεκτρονική εδώ και πάρα πολλά χρόνια, τουλάχιστον 10-15 χρόνια. Βλέπουμε κυρίως ηλεκτρονικά και μου άρεσε πάντα αυτό το πάντρεμα του προηγούμενου τρόπου έκφρασης με τον καινούριο τρόπο έκφρασης, έτσι αποφάσισα να το κάνω αυτό. Και το θεωρώ πολύ ενδιαφέρον. Με κάποιο τρόπο βλέπουμε πώς «το παλιό γίνεται καινούριο και το καινούριο γίνεται παλιό». Αυτή είναι μία ιδιαίτερη αντίληψη πάνω στη θέαση των φωτογραφιών. ‘Έτσι αναγνωρίζουμε πόσο διαφορετικά βλέπεις την ίδια φωτογραφία από το κινητό σου και πόσο από την έντυπη μορφή. Το θεωρώ πολύ ενδιαφέρον και για αυτό θα προσπαθήσω να κάνω και άλλα τέτοια.

– Παύλο, η έμπνευση στο σχεδιασμό ενός φωτογραφικού βιβλίου, ή αλλιώς το έναυσμα, έρχεται από εκτυπωμένες φωτογραφίες ή λόγω της εμπειρίας σου η ψηφιακή εικόνα σε βοηθά περισσότερο στη σύνθεση του από την εκτυπωμένη φωτογραφία;

Είναι συνδυασμός. Αρχικά ξεκινάω ψηφιακά, από εκεί παίρνω το πρωτογενές υλικό και μπορώ να το αντιμετωπίσω και να δουλέψω με αυτό. Στη συνέχεια με βοηθάνε πάρα πολύ οι εκτυπωμένες φωτογραφίες στο στήσιμο καθώς τις βλέπεις με μια διαφορετική ματιά. Επειδή έρχομαι από μια πιο παλιά εποχή που τα κάναμε όλα μη ψηφιακά με βοηθάει λίγο αυτό, αλλά ίσως και να μην μου είναι απαραίτητο, απλώς είναι ένα επιπλέον εργαλείο που βοηθάει και πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να γίνεται και αυτό. Είναι συνδυασμός η δουλειά, είναι και το ένα και το άλλο, χρειάζονται όλα.

– Ο κάθε φωτογράφος έχει διαφορετικούς λόγους να εκδώσει ένα βιβλίο, άλλοτε γιατί τελειώνει ή καλύτερα πιστεύει ότι τελειώνει μία θεματική ενότητα, άλλοτε για να διηγηθεί μία ιστορία. Από την εμπειρία σου Παύλο, γνωρίζει ο φωτογράφος κάποια βασικά θέματα; Όπως είναι οι προσδοκίες για το βιβλίο αυτό, ποιο είναι το κοινό που θα ανταποκριθεί, αν έχει γνώσεις τυπογραφίας, αν αναγνωρίζει το σχεδιασμό του βιβλίου και τη σελιδοποίηση των εικόνων, αν μπορεί να διακρίνει το ρυθμό αφήγησης, τη δομή, να ξέρει τη διαδικασία εκτύπωσης του, να έχει γνώσεις και άποψη για το χαρτί που θα εκτυπωθεί το βιβλίο, τη βιβλιοδεσία, τα αντίτυπα, και έχει το χρόνο και τα χρήματα να αφιερώσει στην έκδοση, αλλά και στη διακίνηση του; Δηλαδή, έχει συνήθως μια συγκεκριμένη άποψη για τη σχεδίαση του βιβλίου; Και αν ναι, δυσκολεύει αυτό τη δουλειά σου και αντίστοιχα τις πωλήσεις ή όχι;

Στην πρώτη προσπάθεια έκδοσης ο φωτογράφος είναι κατά 99% άσχετος, όσο αφορά την παραγωγή, το στήσιμο του βιβλίου και το πώς τυπώνεται και διακινείται. Μπορεί να έχει κάποιες φωτογραφικές γνώσεις, όπως πώς θα κάνει μία σειρά φωτογραφιών, ή πώς θα παρουσιάσει μία σειρά φωτογραφιών, αλλά όταν φτάνουν στο σημείο της εκτύπωσης και δεν μιλάω μόνο για τη φωτογραφική εκτύπωση του βιβλίου αλλά και για την εκτύπωση για μία έκθεση, οι τεχνικές γνώσεις του είναι ελάχιστες έως μηδαμινές. Μου κάνει εντύπωση αυτό, κυρίως όταν τους ζητάς κάποια τεχνικά χαρακτηριστικά της φωτογραφίας που θέλουν να τυπώσουν και δεν ξέρουν να κλείσουν ένα αρχείο όπως θα έπρεπε. Η άποψη τους για το βιβλίο σαφώς υπάρχει, όλοι έχουν μία άποψη για το βιβλίο τους και καλά κάνουν και την έχουν, είναι θέμα στο χαρακτήρα του καθένα να δεχθεί κάποια άποψη του γραφίστα που είναι πιο έμπειρος και ξέρει κάποια πράγματα περισσότερα πάνω στην παραγωγή του βιβλίου, για να μπορέσει να συνεργαστεί μαζί τους και χωρίς να επιμένουν σε κάποια θέματα που μπορούν να φτάσουν σε αδιέξοδο και να οδηγήσουν στην παραγωγή ενός βιβλίου που να μην έχει το ενδιαφέρον που θα μπορούσε διαφορετικά να έχει.

Δηλαδή εδώ στο βιβλίο με τίτλο “Paradiso”, αναφέρθηκες προηγουμένως στο δέσιμο του βιβλίου, που είναι πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό και πώς το δίφυλλο μπορεί να λειτουργεί χωρίς να χαλάει τη φωτογραφία, αλλά και για την εκτύπωση του βιβλίου, δηλαδή πώς το μαύρο αυτό δεν αφήνει αποτυπώματα από τα δάχτυλα.

Όλα αυτά είναι τεχνικής φύσεως, που μπορεί και να μην τον αφορούν το φωτογράφο, απλώς θα πρέπει να τα γνωρίζει και θα πρέπει να δεχθεί τις προτάσεις που θα του κάνει ο γραφίστας και ο τυπογράφος, για να βγει ένα αποτέλεσμα ικανοποιητικό και για τον ίδιο και για το κοινό του.

Υπάρχουν βιβλία που έχουν μία δυνατή γραφιστική και μία δυνατή φωτογραφία, αλλά το αποτέλεσμα ως βιβλίο δεν λειτουργεί πια ως αντικείμενο, γιατί το βιβλίο λειτουργεί ως αντικείμενο. Θέλεις να μας πεις είναι πολύ βασικό και πολύ σημαντικό, ότι χρειάζεται να υπάρχει εμπιστοσύνη και αποδοχή στο γραφίστα που ξέρει; -και που είναι και φωτογράφος παράλληλα, έχουμε αυτή τη χαρά εδώ-

Ναι, είναι σημαντικό αυτό. Έχω δει βιβλία, όπως είπες και εσύ, με πολύ καλή γραφιστική, πολύ καλή φωτογραφία, όταν και τα δύο παντρεύονται μαζί στο βιβλίο δεν λειτουργεί το βιβλίο. Δηλαδή ένα από τα δύο εξολοθρεύεται για χάρη του άλλου. Νομίζω ότι δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, θα έπρεπε να κυριαρχεί η φωτογραφία, γιατί πρόκειται για φωτογραφικά λευκώματα, εκτός αν είναι τόσο ισχυρή η άποψη αυτή που υπάρχει κάποιο «μήνυμα», ένας τρόπος γραφής του φωτογράφου που ουσιαστικά δεν λειτουργεί ως φωτογράφος, αλλά σαν εικαστικός και πλέον βλέπει το βιβλίο σαν ένα εικαστικό έργο. Σ’ αυτή την περίπτωση πάμε σε κάτι άλλο, όχι φωτογραφικό, κάτι εικαστικό. Εκεί μπορούμε να κάνουμε πολλά, να ανοίγει από πάνω προς τα κάτω, να ανοίγει δεξιά και αριστερά, να γίνουν άλλα κοψίματα, μπορούμε να κάνουμε τα πάντα.

Υπάρχει και το Βοοk Arts, ένα συγκεκριμένο ρεύμα που παρουσιάζει το βιβλίο ως αντικείμενο τέχνης όπως το βλέπουμε για παράδειγμα στα βιβλία του Center of Book Arts.

Προσωπικά θεωρώ ότι είναι μια εικαστική έκφραση, που περιλαμβάνει όχι μόνο φωτογραφία αλλά ίσως και ζωγραφική, γραφιστική, και γλυπτική που θα μπορούσε να είναι διακριτή και από τον τρόπο που ανοίγει το βιβλίο. Αποδεκτό, αλλά δεν είναι καθαρά φωτογραφικό, είναι κάτι άλλο.

Από την εμπειρία σου Παύλο στη Luminous Eye και όχι μόνο, οι πωλήσεις του φωτογραφικού βιβλίου στην Ελλάδα είναι μια επιτυχημένη εκδοχή προώθησης της φωτογραφίας; Εξακολουθεί και σήμερα να είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς τρόπους για να εκτιμηθεί η σύγχρονη φωτογραφία και η αγορά της φωτογραφίας;

Ναι αυτό είναι αλήθεια, το βιβλίο θεωρώ ότι είναι ίσως ο μοναδικός τρόπος να προωθηθεί και να μείνει ζωντανή η φωτογραφία. Οι εκθέσεις κατά τη γνώμη μου έχουν τελειώσει, δηλαδή δεν προσφέρουν κάτι στο φωτογράφο πέρα από τη διάρκεια της έκθεση. Σε μικρό χρονικό διάστημα εξαφανίζονται τα μεγάλα τυπώματα και οι εκθέσεις, ενώ το βιβλίο θα παραμείνει και θα υπάρχει γενικά. Για την Ελλάδα μιλώντας, δεν βλέπω να υπάρχει πολύ μεγάλη κίνηση στην αγορά του βιβλίου, δεν αγοράζονται βιβλία, εκτός από κάποιους που ασχολούνται με τη φωτογραφία. Το κοινό είναι περιορισμένο σε συγκεκριμένο κόσμο που αγοράζει συστηματικά βιβλία και κάποιοι που αγοράζουν βιβλία επειδή κάνουν συλλογές. Δεν υπάρχει κίνηση στην αγορά του βιβλίου. Βοηθάει πολύ η ψηφιακή εκτύπωση των φωτογραφικών βιβλίων, που μας επιτρέπει το μικρό tirage και δεν είμαστε υποχρεωμένοι πλέον να τυπώνουμε 500 και 1000 βιβλία, όπως ήταν παλαιότερα, αλλά μπορούμε να κάνουμε μικρό-εκδόσεις των 30, 40, 50, 100 βιβλίων και να είναι οικονομικά εφικτές, να κυκλοφορούν και να εξαντλούνται κιόλας. Γενικότερα, δεν υπάρχει πολύ ενδιαφέρον για αγορά βιβλίων στην Ελλάδα, ενώ στο εξωτερικό ισχύει το αντίθετο, υπάρχει η τάση το φωτογραφικό βιβλίο να αγοράζεται που νομίζω ότι σιγά-σιγά και στην Ελλάδα θα υπάρξει μία κίνηση. Είναι θέμα χρόνου πιστεύω.

Είναι θέμα χρόνου και είναι και θέμα παιδείας προφανώς.

Και θέμα παιδείας, σαφώς!

Τελικά, είναι ασφαλές το στοίχημα ότι πολλές φωτογραφικές εκδόσεις θα βρεθούν στα ράφια της βιβλιοθήκης μας και δεν θα παραμείνουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων;

Θέλω να πιστεύω πως ναι. Τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι από τις εκδόσεις, αυτές που αξίζουν τουλάχιστον, θα βρεθούν στα ράφια μας και δεν θα μείνουν στα ράφια των βιβλιοπωλείων.

Ποιες είναι οι εκδόσεις που αξίζουν;

Αυτές που έχουν κάτι να πουν και τις βλέπει το κοινό με ενδιαφέρον. Αυτές που αναδεικνύονται εκ των πραγμάτων, φαίνονται, δηλαδή στην πορεία θα φανούν.

Και δεν έχει σημασία αν είναι αυτοέκδοση ή όχι.

Όχι, σαφώς! Ίσα-ίσα η αυτοέκδοση μπορεί να είναι πιο ενδιαφέρουσα, γιατί έχει περισσότερο μεράκι, όλες έχουν, αλλά η αυτοέκδοση είναι κάτι πιο προσωπικό, είναι κάτι πιο κοντά στο φωτογράφο και στο γραφίστα που το δουλεύει.

Οι μικρές εκδόσεις είναι αυτές που θεωρείς ότι έχουν το ενδιαφέρον;

Προσωπικά μου αρέσουν πιο πολύ (οι μικρές εκδόσεις).

Η αλήθεια είναι ότι έχουμε πολύ δουλειά να κάνουμε ακόμα στις εκδόσεις των φωτογραφικών βιβλίων στην Ελλάδα και σίγουρα ένας κύριος λόγος που αγοράζουμε τα φωτογραφικά βιβλία είναι γιατί η φωτογραφία έρχεται στα χέρια μας με έναν πολύ άμεσο, μοναδικό και απεριόριστο τρόπο.

Περιμένουμε Παύλο να δούμε τα επόμενα βιβλία που ετοιμάζεις στις εκδόσεις της Luminous Eye και όχι μόνο. Σε ευχαριστούμε πάρα πολύ που ήσουν μαζί μας σήμερα στο Voyage Visuel.

Φεβρουάριος 2022

Εύη Καραγιαννίδη

ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΤΗΝ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ Voyage Visuel στο MXCLOUD εδώ:

από το Beton7 Art Radio. Στην επιλογή της μουσικής η Ελένη Παρίδη. Στον ήχο ο Λουκάς Δημητρέλος.